λιπαρές αλκοόλες

λιπαρές αλκοόλες
Αλειφατικές αλκοόλες, οι οποίες περιέχουν στη μοριακή τους αλυσίδα 8-20 άτομα άνθρακα. Λαμβάνονται από διάφορες φυτικές ουσίες με αναγωγή, υδρόλυση ή υδρογόνωση και μπορεί να είναι κορεσμένες, όπως η οκτυλική και η στεαρυλική αλκοόλη, ή ακόρεστες, όπως η ελαϊκή και η λινολεϊκή αλκοόλη. Οι λ.α. που έχουν περισσότερα από 12 άτομα άνθρακα στο μόριό τους είναι στερεά σώματα. Χρησιμοποιούνται ως διαλύτες, ως απορρυπαντικά και στην παρασκευή διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”